Ήταν κάποτε ένα αγόρι που γεννήθηκε στο νησί του Ομήρου,τη Χίο.  Μικρούλης ακόμα, είδε ένα αστέρι να πέφτει κι έκανε μια ευχή: «Θέλω να βρίσκω  θησαυρούς , πολλούς θησαυρούς στη ζωή μου!». Όμως όσο και να έψαξε εκείνη τη νύχτα και τις επόμενες μέρες και νύχτες, δε βρήκε κανένα σεντούκι με χρυσά νομίσματα και με τον καιρό, ξέχασε την ευχή του.

 Τα χρόνια πέρασαν και το αγόρι μεγάλωνε. Τα μαγευτικά τοπία του νησιού του, τα γραφικά χωριά, το άρωμα της μαστίχας και η γεύση των εσπεριδοειδών , τα γεμάτα Αιγαίο τραγούδια της παράδοσης, πλημμύριζαν τις αισθήσεις του και γέμιζαν την ψυχή του χαρά. «Τελικά βρήκα έναν θησαυρό, είναι οι ομορφιές του τόπου μου!» σκέφτηκε μια μέρα και χαμογέλασε.
Πέρασαν και άλλα χρόνια και το αγόρι έφυγε σε άλλο μέρος και μελέτησε τις σκέψεις σοφών ανθρώπων. Γνώρισε τα μυστικά του νου και της λογικής, της έρευνας και της επιστήμης. Τη μέρα που τελείωσε τη σχολή της σκέψης , σκέφτηκε «Να κι  άλλος θησαυρός που βρήκα, είναι η ομορφιά της γνώσης!»  Και χαμογέλασε ξανά.
Το αγόρι γύρισε παλι στο νησί. Η φαντασία του ταξίδευε όπως τα χιώτικα καράβια, και τα χέρια του έπλασαν τον πηλό, το μέταλλο, τους ημιπολύτιμους λίθους σε κοσμήματα θαυμάσια και μοναδικά. «Βρήκα τον θησαυρό της ομορφιάς της δημιουργίας!» είπε το αγόρι μέσα του. Και ακόμα μια φορά χαμογέλασε.

Ο κόσμος είδε αυτά που έφτιαχνε το αγόρι και τα θαύμασε. Του ζητούσαν να φτιάξει και γι’ αυτούς τις υπέροχες δημιουργίες του. Και το αγόρι έφτιαχνε και έφτιαχνε. Αντί να κουράζεται, αισθανόταν χαρούμενος.  Άνοιξε ένα μαγαζάκι με τα δικά του μικρά θαύματα και έφερε και άλλα, από μέρη μακρινά. Οι άνθρωποι έρχονταν στο μαγαζί και έφευγαν με μάτια λαμπερά και τα πιο ιδιαίτερα αντικείμενα. «Βρήκα το θησαυρό του να μοιράζεσαι την ομορφιά!» συλλογίστηκε το αγόρι. Χαμογέλασε, και το χαμόγελό του καθρεφτίστηκε στα πρόσωπα των ανθρώπων. Γιατί βρήκαν και αυτοί τους θησαυρούς του…